Αυτή η πρακτική συμπίπτει χρονικά και συμβαδίζει με έναν έντονο νεωτεριστικό προβληματισμό που διατυπώθηκε και στο περσινό συνέδριο της ΟΛΜΕ και αναφέρεται στην ΑΝΑΒΑΘΜΙΣΗ ΤΟΥ ΡΟΛΟΥ ΤΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΔΙΔΑΣΚΟΝΤΩΝ. Πράγματι ο σύλλογος του Λυκείου της Μενεμένης δεν αφήνει αμφιβολίες γιά το δέσιμο μεταξύ των μελών του, μοιάζει “δουλεμένος” και στιβαρός, ώριμος να αναλάβει την ευθύνη του σχολείου κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες. Πώς “δένει” όμως ένας σύλλογος; Πώς μεταπίπτει από την κατάσταση της αδράνειας στην κατάσταση της αέναης κίνησης του νού; Πώς μετατρέπεται από αργοκίνητη μηχανή, που τα γρανάζια της απλά εκτελούν κινήσεις προκαθορισμένες και αμετάβλητες στο πέρασμα του χρόνου, σε ένα δυναμικό και καθημερινά εξελισσόμενο σύνολο σκεπτόμενων και υπεύθυνων δασκάλων;
Βασική προϋπόθεση γι' αυτό είναι η αναγνώριση του σχολείου ως ζωντανού οργανισμού, που βασίζεται πάνω σε δύο στοιχειώδη και πρωταρχικά κύτταρα : το σύλλογο διδασκόντων και τη σχολική τάξη. Αυτά τα δύο μαζί συγκροτούν τον χώρο μέσα στον οποίο συντελείται το καθημερινό παιδαγωγικό γίγνεσθαι και η σχέση μεταξύ τους επικαθορίζει την ποιότητα της παρεχόμενης εκπαίδευσης. Ο σύλλογος θα πρέπει να ξεφύγει από το γραφειοκρατικό σφιχταγκάλιασμα της καταγραφής των απουσιών ανά τετράμηνο και να αρχίσει, καταγράφοντας καθημερινά το διδακτικό είναι του, να οραματίζεται το παιδαγωγικό του δέον.
Μόνο τότε θα μπορέσει ο σύλλογος διδασκόντων να καταστεί ΤΟ ΚΥΡΙΑΡΧΟ ΟΡΓΑΝΟ ΤΗΣ ΣΧΟΛΙΚΗΣ ΜΟΝΑΔΑΣ. Εμείς θα το στηρίζουμε και θα ενθαρρύνουμε όλους τους συναδέλφους να καθιερώσουν κατά το παράδειγμα του Λυκείου της Μενεμένης τακτικές άτυπες παιδαγωγικές συνεδριάσεις. Και άν νομίζει κανείς ότι η παιδαγωγική συνεδρίαση δεν έχει πρωτευόντως συνδικαλιστικό περιεχόμενο, τότε αναρωτιέμαι τί να είναι άραγε σημαντικότερο γιά το συνδικαλισμό από τους όρους με τους οποίους ο καθένας μας υλοποιεί την εκπαιδευτική πολιτική.